ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
τολμηρός, -ή, -ό: αυτός που γίνεται με ανοιχτό και σοκαριστικό τρόπο, χωρίς φόβο ή ντροπή.
αμφισβητώ: έχω βάσιμες αντιρρήσεις για την αλήθεια ή την ορθότητα ενός πράγματος.
Συμβούλιο Υγείας της Πόλης: ένα τμήμα της κυβέρνησης που είναι υπεύθυνο για την προστασία της υγείας του κοινού.
επαινετική επιστολή: επιστολή που εκφράζει έγκριση ή επιδοκιμασία για κάτι καλό που έκανες.
επιβεβαίωση: απόδειξη ότι κάτι είναι αλήθεια.
συναναστρέφομαι: συνεργάζομαι ή έρχομαι σε επαφή με άλλους ανθρώπους.
βασίζεται: χρειάζεται κάτι για να συνεχίσει να λειτουργεί σωστά ή για να υπάρχει.
εκτεταμένος, -η, -ο: αυτός που είναι πλήρης και περιλαμβάνει πολλές διαφορετικές ιδέες και λεπτομέρειες.
υγειονομικό πιστοποιητικό: ένα επίσημο έγγραφο που δείχνει ότι μια εταιρεία, ένα εστιατόριο ή κάποιος άλλος οργανισμός τηρεί τους κανόνες που αφορούν τη δημόσια υγεία.
ανθρώπινη φύση: οι συνήθεις τρόποι με τους οποίους οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται και συμπεριφέρονται.
συστατικό: κάτι που είναι μέρος κάποιου πράγματος και που το κάνει πλήρες.
μέθοδος: ένας τρόπος για να κάνεις κάτι ή για να επιτύχεις κάτι.
βραβεία τύπου Μίκυ Μάους: βραβεία που είναι μικρά και κατάλληλα για παιδιά. Κυριολεκτικά, ο Μίκυ Μάους είναι ένας χαρακτήρας κινουμένων σχεδίων που δημιουργήθηκε από τον Γουόλτ Ντίσνεϊ (1901-1966).
σύγχρονος άνθρωπος: οι άνθρωποι που ζουν τη σημερινή εποχή.
εξαιρετικός, -ή, -ό: πολύ καλός και εντυπωσιακός.
συμμετέχω: λαμβάνω μέρος σε κάποια δραστηριότητα.
πρωτόγονος πολιτισμός: μια κοινωνία ή φυλή που υπάρχει σε κάποια χρονική περίοδο ή σε κάποιον τόπο, η οποία δεν έχει σύγχρονα μηχανήματα ή βιομηχανίες, αλλά έχει τον δικό της τρόπο ζωής, τις δικές της πεποιθήσεις, τα δικά της έθιμα και τους δικούς της κανόνες συμπεριφοράς.
προπαγανδιστής: κάποιος που διαδίδει μια προπαγάνδα, πληροφορίες, κυρίως προκατειλημμένης ή παραπλανητικής φύσης, που χρησιμοποιούνται για να προωθήσουν ή να δημοσιοποιήσουν έναν συγκεκριμένο σκοπό ή άποψη.
δημοσιοποιείται: γνωστοποιείται στο κοινό.
φυλή: μια από τις ομάδες στις οποίες χωρίζονται οι άνθρωποι ανάλογα με το χρώμα του δέρματός τους και άλλων σωματικών χαρακτηριστικών.
απορρίπτομαι: αντιμετωπίζομαι σαν να μην αποτελώ μέρος μιας ομάδας.
άγιος, -α, -ο: κάποιος που είναι πολύ καλός και ευγενικός, μεταφορικά, όπως κάποιος που αναγνωρίζεται επίσημα από τη Χριστιανική Εκκλησία επειδή έζησε μια ιερή ζωή.
κατάσταση: μια σειρά από γεγονότα και συμβάντα που επηρεάζουν τους ανθρώπους.
στάνταρ: ένα καθορισμένο επίπεδο ή καθορισμένος βαθμός ποιότητας που είναι κατάλληλος και επαρκής για έναν συγκεκριμένο σκοπό.
αυστηρός, -ή, -ό: κάποιος που κάνει τους ανθρώπους να υπακούν σε κανόνες ή να κάνουν αυτό που λέει.
τείνω: συνήθως κάνω κάτι ή είναι πιθανό να κάνω κάτι.
τάση: ένα αποτέλεσμα ή επίπτωση που συμβαίνει συνήθως.
να μπαίνουν από το ένα αυτί και να βγαίνουν από το άλλο: μια κατάσταση στην οποία κανείς δεν ακούει ούτε δίνει προσοχή.
παράδοση: οι τρόποι με τους οποίους μια ομάδα ανθρώπων κάνει κάτι ή συμμετέχει σε κάτι κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης χρονικής περιόδου.
διαστρεβλώνω: αλλοιώνω την έννοια ή την πρακτική κάποιου πράγματος, μεταφορικά, σαν να αλλάζω το σχήμα ή τη μορφή κάποιου πράγματος λυγίζοντάς το ή γυρίζοντας ένα μέρος του.
προθυμία: η επιθυμία να κάνω κάτι.
αντίκτυπος: συνέπεια, συνήθως έμμεση, μιας πράξης ή ενός γεγονότος.
απατηλότητα: η ιδιότητα του απατηλού, δηλαδή κάποιου που είναι ψεύτικος ή λέει ψέματα.
απήχηση: η εντύπωση που προκαλεί κάποιο γεγονός και η επίδραση που ασκεί ή οι αντιδράσεις που προκαλεί.
αποκομίζω: αποκτώ κάτι μέσω μιας διαδικασίας ή δράσης.
γκράφιτι: φράση ή σχέδιο, ζωγραφισμένο συνήθως με σπρέι σε τοίχο ή άλλες επιφάνειες δημόσιων χώρων.
δαπάνη: το κόστος, το χρηματικό ποσό που πρέπει να δώσει κανείς για κάτι.
διαδόσεις: ανεξακρίβωτες ειδήσεις, φήμες.
δίαυλος: μέσο με το οποίο μεταδίδονται σήματα, πληροφορίες κ.λπ.
έθνος: σύνολο ατόμων που κατοικεί για μεγάλο διάστημα στον ίδιο τόπο, με κοινό πολιτισμό, παραδόσεις και κοινά χαρακτηριστικά.
επερχόμενος, -η, -ο: αυτός που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, μελλοντικός.
επίκεντρο: το βασικό στοιχείο κάποιας δραστηριότητας.
επιστάτης: υπάλληλος με γενικά καθήκοντα φύλαξης χώρου.
θεμελιώδης, -ης, -ες: αυτός που είναι πολύ βασικός και σημαντικός.
κακόβουλος, -η, -ο: που γίνεται με κακές προθέσεις ή χαρακτηρίζεται από αυτές.
καταστήσει: (από το ρήμα καθιστώ) φέρνω κάποιον ή κάτι σε μια ορισμένη κατάσταση ή ιδιότητα.
κατατάσσω: καθορίζω την κατηγορία στην οποία ανήκει κάτι, το βάζω μαζί με όμοια πράγματα.
Κολοσσαίο: ιστορικό μνημείο στη Ρώμη της Ιταλίας. Το Κολοσσαίο ήταν ένα αμφιθέατρο (μεγάλο, χωρίς σκεπή κτίσμα με σειρές από καθίσματα) του οποίου η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 80 μ.Χ. και το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ψυχαγωγίας για τους Ρωμαίους πολίτες. Στην πραγματικότητα, αποτελούσε μια βιομηχανία θανάτου και το πρόγραμμα περιλάμβανε διάφορα θεάματα, όπως κυνήγι και θανάτωση άγριων ζώων, τέλεση θανατικών ποινών χρησιμοποιώντας άγρια ζώα και μονομαχίες. Με την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το Κολοσσαίο χρησιμοποιήθηκε για διάφορους άλλους σκοπούς (όπως φρούριο, νοσοκομείο και νεκροταφείο) και σιγά σιγά παρήκμασε. Τον 19ο αιώνα άρχισαν να τελούνται έργα συντήρησης του μνημείου αυτού, το οποίο αποτελεί ένα από τα Επτά Θαύματα του Κόσμου και αποτελεί τη μεγαλύτερη τουριστική πηγή και σύμβολο της Ρώμης.
μοιραίος, -α, -ο: κάτι που είναι ιδιαίτερα καταστροφικό.
πρότζεκτ: πρόγραμμα για την επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου σκοπού.
συναναστροφές: κοινωνικές επαφές που έχει κανείς με άλλους.
συνοπτικός, -ή, -ό: που διατυπώνεται εν συντομία, που αποδίδει το νόημα με σύντομο τρόπο.
τρόπαιο: βραβείο που δίνεται σε κάποιον για κάποιο κατόρθωμα ή επειδή κέρδισε σε κάποιον αγώνα.
τσίρκο με τρεις πίστες: ένα τσίρκο στο οποίο πραγματοποιούνται τρία διαφορετικά νούμερα ταυτόχρονα σε τρεις διαφορετικές πίστες (πλατφόρμες).
υπόληψη: η βαθύτατη εκτίμηση και ο σεβασμός που έχουν οι άλλοι για κάποιον.
φιλοφρόνηση: λόγος που εκφράζει συμπάθεια, έπαινο ή κολακεία προς κάποιον.
ψυχεδελική έξαψη: μια ισχυρή συναισθηματική διέγερση και υποτιθέμενη αίσθηση απελευθέρωσης που αποκτά κανείς από τη χρήση κάποιου ναρκωτικού ή παραισθησιογόνου, η οποία συνοδεύεται από ψευδαισθήσεις.