ΕΡΓΑΣΙΑ >> 8. Διαβάστε: «Δουλεύοντας με την προθυμία ενός παιδιού».

ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΘΥΜΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ

Πώς κάνεις ένα παιδί να κάνει πράγματα για σένα χωρίς να το εξαναγκάσεις;

Αν πάρεις ένα άτομο και το υποχρεώσεις να παίξει ένα μουσικό όργανο (όπως κάνουν οι γονείς και το σχολείο), η ικανότητά του να παίζει αυτό το όργανο δε θα βελτιωθεί. Θα πρέπει πρώτα να λάβεις υπόψη τις φιλοδοξίες του. Στο τέλος, θα συμφωνήσει τουλάχιστον με το γεγονός ότι είναι καλό να παίζεις κάποιο μουσικό όργανο. 

Πάρτε για παράδειγμα ένα «κακό παιδί». Δεν μπορούν να το στείλουν στο σχολείο και γι’ αυτό πρέπει να το στείλουν σε κάποια στρατιωτική σχολή. Εκεί θα του ασκηθεί πίεση προκειμένου ν’ αλλάξει. Πότε-πότε ένα κακό παιδί σαν και το προηγούμενο στέλνεται σ’ ένα σχολείο όπου πολύ απλά πιστεύουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσει κανείς τέτοιες περιπτώσεις είναι να βρει κάτι για το οποίο το παιδί δείχνει ενδιαφέρον και να του επιτρέψει να το κάνει. Υπήρχε κάποτε ένα τέτοιο σχολείο στην Καλιφόρνια, και έβγαζε διάνοιες τη μία μετά την άλλη. Όλοι σχεδόν, οι επιστήμονες που διέπρεψαν με τις ανακαλύψεις τους κατά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο πέρασαν απ’ αυτό το συγκεκριμένο σχολείο. Θεωρήθηκε ότι αυτό θα πρέπει να οφειλόταν στο καλό παράδειγμα που έδινε ο καθηγητής με το να είναι σωματικά υγιής, επειδή δεν κάπνιζε πούρα, ή κάτι τέτοιο. 

Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα ήταν το εξής: Πήραν ένα αγόρι με το οποίο δεν είχε καταφέρει κανείς τίποτα και το ρώτησαν: «Καλά, δεν υπάρχει τίποτα που θα σου άρεσε να κάνεις;». Το αγόρι απάντησε πως όχι και τότε εκείνοι του είπαν: «Καλά. Σκότωσε την ώρα σου στο εργαστήριο ή στον κήπο ή κάπου αλλού και ίσως κάποια μέρα αποφασίσεις». Το αγόρι το ξανασκέφτηκε και αποφάσισε ότι ήθελε να γίνει χημικός. Ποτέ κανείς δεν το έστειλε στην τάξη και δεν του είπε ν’ ανοίξει βιβλίο και ποτέ κανείς δεν παραπονέθηκε ιδιαίτερα όταν προκάλεσε κάποια έκρηξη στο εργαστήριο και το επόμενο πράγμα που μάθαμε γι’ αυτό το αγόρι ήταν ότι είχε γίνει ένας εξαίρετος χημικός. Κανείς δεν εμπόδισε την επιθυμία του να γίνει χημικός. Η επιθυμία αυτή υπήρχε τότε και από κει κι έπειτα ο ίδιος δεν εμπόδισε τη θέλησή του να γίνει χημικός. Από εκπαιδευτικής άποψης, αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο. 

Λαμβάνοντας Υπόψη τη Θέληση ενός Παιδιού

Οι άνθρωποι θα σου επιτρέψουν να πάρεις πράγματά τους, αν το κάνεις ευγενικά και αν δεν είναι κάτι που είναι εντελώς αντίθετο στη θέλησή τους. Αν θέλεις να κάνεις ένα παιδί άπληστο και εγωιστή, ανάγκασέ το να δίνει πράγματα σ’ άλλα παιδιά παρά τη θέλησή του. Στο τέλος, θα το κάνεις να μπει στην κατηγορία εκείνων που θεωρούν τον εαυτό τους ως τον «ένα και μοναδικό», να νομίζει, δηλαδή, ότι είναι το μόνο άτομο που έχει πραγματικά σημασία. Οι γονείς δε λαμβάνουν, συνήθως, ποτέ υπόψη τη θέληση του παιδιού. Λαμβάνουν υπόψη τους τη χέβινγκνές του, την ικανότητά του δηλαδή να έχει ή να κατέχει, στη συνέχεια την ικανοποιούν κι έτσι έχουν ένα κακομαθημένο παιδί. 

Είναι ενδιαφέρον να παρατηρείς ένα παιδί που έχει ζήσει κοντά σε κάποιον που ζητούσε πάντα τη γνώμη του, αλλά δεν το φρόντιζε και πολύ καλά, συγκρίνοντάς το μ’ ένα άλλο που είχε την καλύτερη δυνατή φροντίδα, αλλά δε ζητούσαν ποτέ τη γνώμη του. 

Ένα αγοράκι κάθεται στο πάτωμα παίζοντας με τους κύβους και τους βόλους του και περνάει καλά. Πλησιάζει η νταντά, το σηκώνει, το πηγαίνει στο άλλο δωμάτιο και του αλλάζει πάνα, ενώ αυτό χαλάει τον κόσμο όλη την ώρα. Δεν του αρέσει. Εκείνη συνεχίζει να του το κάνει αυτό, να το βάζει μια εδώ και μια εκεί, χωρίς να λαμβάνει ούτε μια στιγμή υπόψη της τη δύναμη επιλογής του. Στο τέλος το παιδί αυτό θα μεγαλώσει με μια έμμονη ιδέα για τη δύναμη επιλογής. Πρέπει να γίνεται το δικό του. Γίνεται ηθικολόγος. Αρχίζει να είναι σίγουρος πως «έχει πάντα δίκιο». Προσπαθεί να μαζέψει ότι του έχει απομείνει , ενώ οι ικανότητές του θα είναι ανάλογα περιορισμένες, ειδικά στον τρόπο που μεταχειρίζεται τους ανθρώπους. 

Ας δούμε τώρα κάτι εντελώς διαφορετικό. Ξέρεις ότι το παιδί πεινάει και ξέρεις ότι πρέπει να φάει. Το παιδί θα τρώει αν διατηρήσουμε κάποιο σταθερό ωράριο φαγητού. Αν το βραδινό σερβίρεται συνήθως στις 6.00, θα συνηθίσει να τρώει στις 6 μ.μ. και δε θα τσακίσουμε ποτέ τη θέλησή του. Διαπιστώνει ότι το φαγητό βρίσκεται εκεί στις 6 μ.μ. κι έτσι αποφασίζει να τρώει στις 6.00. Εσύ βάζεις το φαγητό κι αυτό βάζει τη θέληση. Αν δεν αγνοήσεις τη θέλησή του, δε θα έχει ποτέ κανένα πρόβλημα με το φαγητό. 

Στη συνέχεια το πλησιάζει κάποιος ο οποίος απευθύνεται προς αυτό και του λέει: «Θέλεις να πας στο άλλο δωμάτιο και ν’ αλλάξεις ρούχα;» και η απάντηση είναι «όχι». Θα είναι φοβερό λάθος να επιμείνει σ’ αυτό το σημείο και να υποσχεθεί ότι θα του δώσει κάποια καραμέλα αν το κάνει, ή να προσπαθήσει να το πείσει, να το δελεάσει ή να το καλοπιάσει κ.λπ. Αυτό είναι ψυχολογία, είναι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονται τις καταστάσεις οι ψυχολόγοι και δεν έχει στ’ αλήθεια αποτελέσματα. 

Επιλέγεις ένα από τα δύο: Είτε χρησιμοποιείς άριστο έλεγχο με πολλή επικοινωνία είτε το αφήνεις απλώς να μεγαλώσει. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Στα παιδιά δεν αρέσει να τα κακομεταχειρίζονται, να τα τραβολογάνε από δω κι από κει και να μη ζητούν τη γνώμη τους. Μπορείς να μιλήσεις σ’ ένα παιδί και, αν ο βαθμός στοργής, συμφωνίας και επικοινωνίας που έχεις μαζί του είναι υψηλός, μπορείς να το πείσεις να κάνει ένα σωρό πράγματα: Θ’αγγίξει το πάτωμα, το κεφάλι του, θα σε δείξει με το δάχτυλό του και θα βρει το τραπέζι. Θα χαζολογήσει για λίγο κι έπειτα μπορείς να του πεις απλά να κάνει κάτι ή να του πεις: «Ας πάμε να φάμε» και θα το κάνει. Έχει διαπιστώσει ότι οι εντολές σου δεν παραμερίζουν κατ’ ανάγκη εξολοκλήρου τη θέλησή του. Επομένως, δεν είναι επικίνδυνες. Έχεις αντιμετωπίσει το παιδί και μπορεί κι εκείνο να αντιμετωπίσει εσένα. Κατά συνέπεια, εσύ κι εκείνο μπορείτε να κάνετε κάτι μαζί. 

«Δε θέλω να κοιμηθώ, θέλω να κάτσω μαζί σου» κι επιμένει να το κάνει ασκώντας τη δύναμη επιλογής του. Το να αφήνουμε απλώς τα παιδιά να κάνουν ό,τι κάνουν χωρίς να παρεμβαίνουμε και χωρίς ν’ ασκούμε κάποιον έλεγχο πάνω τους λέγεται ψυχολογία. Δε θα μεγαλώσουν ούτε θ’ αποκτήσουν εμπειρία στη ζωή, γιατί δε θα έχουν αλλάξει ποτέ τη χέβινγκνές τους. Δε θα έχει χρειαστεί ποτέ ν’ αλλάξουν γνώμη, να δουλέψουν, ν’ ασκηθούν ή να κάνουν οτιδήποτε. Τα παιδιά όμως ανταποκρίνονται με μεγάλη προθυμία στον καλό έλεγχο και στην επικοινωνία, σίγουρα όμως χρειάζεται καλή επικοινωνία για να ξεπεράσεις αυτό το εμπόδιο – όχι πειθώ αλλά καλή επικοινωνία. 

Οι άνθρωποι θεωρούν ότι η πειθώ έχει αποτελέσματα με τα παιδιά. Δεν είναι έτσι. Η επικοινωνία είναι που κάνει τη δουλειά. Λες: «Λοιπόν, ώρα να πας στο κρεβάτι σου τώρα» και το παιδί απαντά: «Όχι». Μην επιμείνεις στο θέμα. Παράτα το και απλώς μίλησε για κάτι άλλο: «Τι έκανες σήμερα;», «Πού;», «Πώς;», «Σοβαρά;» «Είναι γεγονός; Αλήθεια;» «Λοιπόν τι λες να πας για ύπνο;» και η απάντηση θα είναι «Εντάξει».  

Δε χρειάζεται να ζορίζεις το παιδί. Μπες σε επικοινωνία μαζί του και ο έλεγχος θα επακολουθήσει ως κάτι το αναπόφευκτο. Αν, ωστόσο, παραλείψεις τον έλεγχο από την αρχή της ανατροφής του, το παιδί, που βασίζεται σ’ εσένα για ένα μεγάλο μέρος της καθοδήγησης και του ελέγχου που χρειάζεται, θα αισθάνεται εξαπατημένο. Θα νομίζει ότι δε νοιάζεσαι γι’ αυτό. 

Παρόλα αυτά, όμως, όπως και στην περίπτωση της εκμάθησης κάποιου μουσικού οργάνου ή μιας ξένης γλώσσας, της ενασχόλησης με την τέχνη ή την κατάρτιση σε κάποια ειδικότητα, λάβε υπόψη σου τη θέληση του παιδιού.

μια ανταλλαγή ιδεών δια μέσου του χώρου μεταξύ δύο ατόμων.